- αντάμωμα
- αντάμωμα, το και αντάμωση, ηη συνάντηση: «Kαλή αντάμωση» (ευχή σε κάποιον που φεύγει να ξαναγυρίσει γερός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντάμωμα — το αντάμωση, συνάντηση … Dictionary of Greek
αντάμωση — η συνάντηση, αντάμωμα … Dictionary of Greek
εντάμωμα — το αντάμωμα … Dictionary of Greek
Σαρακατσάνοι — Λέγονται και Σαρακατσαναίοι. Νομαδική φυλή κτηνοτρόφων, που ζει στην Ελλάδα. Οι Σ. είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρη τη χώρα, εκτός από τα νησιά, και είναι χωρισμένοι σε πατριές, κάθε μια από τις οποίες έχει δικό της αρχηγό. Μιλάνε δική τους,… … Dictionary of Greek
Τρικάλων, νομός — Διοικητική διαίρεση της βορειοδυτικής Θεσσαλίας, που συνορεύει στα Β με τον νομό Γρεβενών, στα Α με τον νομό Λάρισας, στα Ν με τον νομό Καρδίτσας και στα Δ με τους νομούς Άρτας και Ιωαννίνων. Έχει έκταση 3.338 τ. χλμ. και πληθυσμό 138.946 κατ.… … Dictionary of Greek
συνάντηση — η 1. τονα βρεθεί κάποιος μπροστά σε κάποιον, αντάμωμα: Όρισαν συνάντηση για την άλλη μέρα. – Η συνάντησή τους αποδείχτηκε μοιραία. 2. μτφ., αγώνας ανάμεσα σε δύο αθλητές ή ομάδες: Ποδοσφαιρική συνάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)